WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
she pron | (female in question) | αυτή αντων |
| | εκείνη αντων |
Σχόλιο: Συχνά παραλείπεται το πρόσωπο (π.χ. «Είναι ψηλή», «Είναι 10 χρονών»). Χρησιμοποιείται συνήθως όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση. |
| She's tall. |
| She's 10 years old. |
| She is the one responsible. |
| I have nicer shoes than she does. |
| Αυτή φταίει. |
| Έχω πιο ωραία παπούτσια από εκείνη. |
she n | (female) | θηλυκό ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | κορίτσι ουσ ουδ |
| That dog is a she. |
| Εκείνο το σκυλί είναι θηλυκό. |
she pron | figurative (ship, country: considered female) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Στα ελληνικά τα πλοία δεν θεωρούνται θηλυκά. |
| "She's a fine vessel," the captain declared, as he surveyed his ship. |
| «Πρόκειται για πολύ καλό σκάφος», ανακοίνωσε ο καπετάνιος αφού επιθεώρησε το πλοίο. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
she pron | (short for "he or she") (γραπτό: όταν δεν ξέρω το φύλο) | αυτός/αυτή έκφρ |
| | εκείνος/εκείνη έκφρ |
| Sometimes when your baby cries, it is because she wants to be fed. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: